Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπυρσευω
διαπυρσεύω
δια-πυρσεύω
; 1) досл. освещать (словно) факелом, перен. делать известным, прославлять
ex. (τῇ δόξῃ τὰς πράξεις εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους Plut.)
; 2) med. подавать огненные сигналы
ex. (πρός τινα Polyb.)