Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακαλυπτω
κατακαλύπτω
κατα-καλύπτω
(у Hom. in tmesi)
; 1) покрывать
ex. (μεροὺς κνίσῃ Hom.)
; 2) закрывать, окутывать
ex. (κρᾶτα, Ἴδην νεφέεσσι Hom., τέν νύμφην Plut.; κεφαλήν NT.)
κἂν κατακεκαλυμμένος τις γνοίη погов. Plat. — даже с завязанными глазами легко узнать;
τῷ λογισμῷ τούτῳ κατακαλυψάμενος Plat. — прикрывшись этим рассуждением