Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατειλεω
κατειλέω
κατ-ειλέω
; 1) оттеснять, загонять
ex. (ἐντός Arst.)
κατειληθέντες ἐς τὸ τεῖχος Her. — оттесненные за (крепостные) стены (лидийцы);
οἱ διαφυγόντες κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρόν Her. — бежавшие были вынуждены укрыться в храме Зевса
; 2) обматывать, окутывать
ex. (κατειλημένος ταινίαις τέν κεφαλήν Luc.)