Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απακριβοομαι
ἀπακριβόομαι
ἀπ-ακρῑβόομαι
подвергаться тщательной отделке
ex. (λόγος ἀπηκριβωμένος Isocr., Plat.; ἡ εἰκὼν ἀπηκριβωμένη Luc.)
ἀπηκριβῶσθαι πρός τι Plat., Plut. — быть вполне подготовленным к чему-л.