Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανασειω
ἀνασείω
ἀνα-σείω
поэт. ἀνασσείω
; 1) встряхивать, потрясать
ex. (αἰγίδα Hes.; κόμας Eur.; φοινικίδας Lys.; τὸν τήβεννον Plut.)
τὰς χεῖρας ἀνέσεισαν Thuc. — они помахали руками;
ἀ. βοήν Arph. — издать крик;
τέν κατά τινος εἰσαγγελίαν ἀ. Dem. — угрожать привлечь кого-л. к судебной ответственности
; 2) возбуждать, подстрекать, возмущать
ex. (τὰ πλήθη Diod.; τὸν λαόν NT.)