Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκεφαλαιοιω
συγκεφαλαιοίω
συγ-κεφᾰλαιοίω
тж. med.
; 1) подытоживать, суммировать, сводить воедино или к основному
ex. (τὰ λεχθέντα Arst.)
ὡς εἰπεῖν συγκεφαλαιωσαμένους Arst. — подведя итог всему (нами) сказанному
; 2) сосредоточивать, объединять
ex. (συγκεφαλαιοῦνται πολλαὴ πράξεις ὀλίγοις ἐπιστάταις Xen.)
συνεκεφαλαιώσατο τὰς οἰκονομικὰς πράξεις Xen. — (Кир) сосредоточил в своих руках все хозяйственные вопросы