Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαδρομη
διαδρομή
δια-δρομή
ἡ тж. pl.
; 1) бегание взад и вперед, беготня, суматоха
ex. (ἁρπαγαὴ διαδρομᾶν ὁμαίμονες Aesch., θόρυβος καὴ δ. Polyb.: κραυγαὴ καὴ διαδρομαί Plut.)
; 2) распространение
ex. προοκρού(σ)ματα διαδρομὰς ὀξείας ἔχοντα Plut. — быстро распространяющиеся недуги
; 3) движение, течение
ex. (διαδρομαὴ τῶν ἀστέρων Arst.)
; 4) свободный проход, дорожка
ex. (ἱκανέ δ. τινι Xen.)
; 5) бассейн
ex. διαδρομαὴ ἰχθυοτρόφοι Plut. — рыбные садки