Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακρυπτω
κατακρύπτω
κατα-κρύπτω
(part. praes. Hes. κακκρύπτων)
; 1) прятать, скрывать ex. (τι ὑπὸ κόλπῳ Hom.; πλοῦτον ἐν μεγάρῳ Pind.; ὑπὸ τέν θύρην, ἐς κυψέλην Her.); med.-pass. прятаться, скрываться
ex. (εἰς τέν ἄμμον, ὑπὸ γῆν Arst.)
; 2) закапывать, зарывать
ex. (τι εἰς τέν γῆν Xen.)
; 3) скрывать, окутывать
ex. (νυκτί τινα Hom.)
; 4) утаивать
ex. (μή τι κατακρύψειν, sc. τῶν κτημάτων Hom.)
; 5) окутывать, охватывать, погружать
ex. (ἄστυ πένθει δνοφερῷ Aesch.)
; 6) скрываться, прятаться, таиться
ex. (οὔ τι κατακρύπτουσιν, sc. οἱ θεοί Hom.)