Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταδυναστευω
καταδυναστεύω
κατα-δῠναστεύω
; 1) притеснять, угнетать
ex. (τῶν πολιτῶν Diod.)
; 2) перен. подавлять, губить
ex. (τινά Xen.)
; 3) pass. быть одержимым
ex. (οἱ καταδυναστευόμενοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου NT.)