Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευπορως
εὐπόρως
; 1) легко, с легкостью
ex. (δύνασθαί τι Arst.; τέν πολιορκίαν ὑπομένειν Plut.)
τοῦτ΄ εὐπορώτερον ἔχω ἀποκρίνασθαι Plat. — на это мне легче ответить
; 2) в изобилии
ex. (ἔχειν πάντα Thuc.)