Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποδειξις
ἀπόδειξις
ἀπό-δειξις
ион. ἀπόδεξις -εως ἡ
; 1) показывание
ex. (τῶν ὑπὸ γαίας Eur.)
; 2) изложение, повествование, рассказ
ex. (ἱστορίης Her.; τῆς ἀρχῆς τῆς τῶν Ἀθηναίων Thuc.; περί τινος и περί τι Plat.)
; 3) доказательство, довод
ex. (ἀπόδειξιν ποιεῖν и ποιεῖσθαι Lys., Arst., λέγειν Plat., φέρειν Polyb. и διδόναι Plut.)
ἀ. εἰς τὸ ἀδύνατον и διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. — доказательство от противного
; 4) дедуктивное (силлогистическое) доказательство
ex. (μανθάνομεν ἢ ἐπαγωγῇ ἢ ἀποδείξει Arst.)
; 5) исполнение, свершение
ex. (μεγάλων ἔργων Her.; μεγάλης ἀρετῆς Plut.)