Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενσταζω
ἐνστάζω
ἐν-στάζω
; 1) впускать по каплям, вливать
ex. (νέκταρός τι καὴ ἀμβροσίας τινί Plut.)
ἐρίῳ ἐ. ἔλαιον Arph. — пропитывать шерсть маслом
; 2) внушать, вселять, pass. возникать (в душе)
ex. (ἐνέστακταί τινι μένος Hom.; οἵ τις ἐνέστακτο ἵμερος Her.; ἔρως ἐνεσταγμένος Plut.)