Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αφανισμος
ἀφανισμός
ἀ-φᾰνισμός
ὁ
; 1) уничтожение, истребление
ex. (ἀπώλεια καὴ ἀ. Polyb.; τῶν πόλεων αὐτάνδρων Diod.)
; 2) похищение (sc. τοῦ νεανίσκου Luc.)
; 3) убыль, ущерб
ex. (οἱ ἀφανισμοὴ τῆς σελήνης Plut.)