Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσοικεω
προσοικέω
προσ-οικέω
; 1) жить рядом, обитать по соседству
ex. (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.)
; 2) находиться рядом, быть расположенным по соседству
ex. (ποταμοῖς καὴ θαλάττῃ Plat.)
; 3) населять
ex. (γῆ προσοικουμένη Plut.)