Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαψευδω
διαψεύδω
δια-ψεύδω
преимущ. med. обманывать
ex. (τινα Dem., med. Arst., Plut.; med. τέν πατρίδα τῶν ἐλπίδων Polyb.)
Ἡρόδοτος διέψευοται γράψας τοὺς Αἰθίοπας … Arst. — Геродот неправильно написал, будто эфиопы …;
pass. — быть обманываемым (τινος Polyb.), преимущ. обманываться, заблуждаться, ошибаться (τινος Xen., Dem., περί τινος Plat., τινι, τι и περί τι Arst.):
διαψευσθῆναι τοῖς λογισμοῖς Polyb. или τῶν λογισμῶν Plut. — ошибиться в расчетах