Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κουρα
κουρά
ион. κουρή ἡ
; 1) стрижка
ex. (δεῖσθαι κουρᾶς Arst.)
; 2) фасон стрижки
ex. (τῶν τριχῶν, sc. τοῦ Διονύσου Her.; τῆς κουρᾶς τὸ γένος Θησηΐς Plut.)
; 3) (тж. κ. πένθιμος Eur.) срезывание волос в знак скорби, траурная стрижка
ex. (κουραῖσι καὴ θρήνοισι οἰκτίζεσθαι Eur.)
; 4) отрезанная прядь
ex. (τριχός Aesch.)
; 5) срезывание, спиливание
ex. δρυοτομικέ καὴ κουρὰ ξύμπασα τέμνουσα Plat. — лесорубное дело и все виды распилки
; 6) (о животных) ощипывание, объедание
ex. (τροφῆς σπάσις καὴ κ. Arst.)