Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευδοκεω
εὐδοκέω
εὐ-δοκέω
(impf. ηὐδόκουν и εὐδόκουν, aor. ηὐδόκησα и εὐδόκησα)
; 1) удовлетворяться, быть довольным
ex. (τινι Polyb. и ἔν τινι NT., med. τινι и ἐπί τινι Polyb.)
; 2) одобрительно относиться, соглашаться
ex. (ποιεῖν τι Polyb., NT.)
εὐδοκήσας τῇ συνθήκῃ Diod. — приняв это условие
; 3) быть по душе, нравиться
ex. (τινι Polyb.)
; 4) благоволить
ex. (εἴς τινα NT.)