Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ασθενεω
ἀσθενέω
ἀ-σθενέω
; 1) быть слабым, немощным
ex. (μέλη Eur.)
; 2) быть больным, хворать
ex. (τοὺς ὀφθαλμούς Plat.; ἄνθρωποι ἀσθενοῦσιν Thuc.)
εἶτ΄ ἠσθένησε Dem. — затем он заболел
; 3) бедствовать, нуждаться
ex. (ἀσθενοῦντες κἀποροῦντες Arph.)