Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βαπτιζω
βαπτίζω
; 1) погружать, окунать
ex. (τινὰ εἰς τέν λίμνην и εἰς или πρὸς θάλατταν Plut.; ὕπνῳ τινά Anth.)
ὀφλήμασι βεβαπτισμένος Plut. — увязший в долгах;
ὑπὸ τῶν πραγμάτων βαπτιζόμενος Plut. — поглощенный делами;
βεβαπτισμένος Plat., Luc. — опьяневший
; 2) пускать ко дну, топить
ex. (πολλὰ τῶν σκαφῶν Polyb.)
; 3) сбивать с толку
ex. (μειράκιον βαπτιζόμενον Plat.)
; 4) черпать
ex. (ῥυτοῖς ἐκ κρατήρων Plut.)
; 5) (путем погружения в воду) крестить, med. креститься NT.