Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξεγειρω
ἐξεγείρω
ἐξ-εγείρω
(aor. ἐξήγειρα)
; 1) будить, пробуждать
ex. (τινὰ ὕπνῳ εὔδοντα Soph.; τέν δύναμιν ὑπὸ τέν ἑωθινήν Polyb.)
; 2) возбуждать, горячить
ex. (ἵππον Xen.)
; 3) воскрешать в памяти
ex. (τὸν Ἀγαμέμνονος φόνον Eur.)
; 4) разжигать, раздувать
ex. (ἄνθρακα Arph.; πῦρ Arst.)
; 5) вызывать, разжигать
ex. (μέγαν πόλεμον Diod.)
; 6) med.-pass. (pf. ἐξεγρήγορα, aor. ἐξηγρόμην) пробуждаться, просыпаться Aesch., Eur., Her., Arph., Plut.
ex. ἐξεγρέσθαι (v. l. ἐξέγρεσθαι) ἤδη ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων Plat. — проснуться уже с пением петухов;
κακὸν οὐ φαῦλον ἐξεγρήγορεν Arph. — случилось немалое несчастье