Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εφικτος
ἐφικτός
adj.=3 3
<adj. verb. к ἐφικνέομαι>
; 1) достижимый, доступный
ex. (ὄφθαλμοῖσιν Emped.; ὀλίγοις Polyb.; εἰκότι λόγῳ Plut.)
εἰς ἐφικτὸν πελάσαι Plut. — подойти на расстояние досягаемости;
ἐν ἐφικτῷ γενέσθαι Plut. — оказаться в пределах досягаемости
; 2) возможный
ex. ἐφικτόν ἐστι Polyb. — возможно;
ἐν ἐφικτῷ τινος Plut. — в пределах возможности чего-л.;
καθ΄ ὅσον ἐφικτόν (лат. pro virili parte) Arst. — насколько возможно