Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δειμα
δεῖμα
-ατος τό
; 1) боязнь, страх, ужас
ex. (δ. φέρειν τινί Hom.; περὴ δείματι φεύγειν τινά Pind.; ἐς δ. πεσεῖν Her.; φόβοι καὴ δείματα Thuc., Plat.; δ. καὴ τάρβος Plut.)
δείματός τι μέρος ἔχειν Soph. — быть подверженным страху
; 2) предмет страха
ex. (δ. τοῦ νυκτέρου Soph. и δείματα νυκτερινά Plut.)
; 3) страшилище
ex. δεινὰ δειμάτων ἄχη Aesch. и δείματα θηρῶν Eur. — страшные звери, чудовища