Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναστατος
ἀνάστατος
ἀνά-στᾰτος
adj.=2 2
; 1) изгнанный
ex. ἀνάστατον ποιεῖν τινα Her., Dem., Plut. — изгонять кого-л.
; 2) разрушенный, разоренный
ex. (πόλις Her., Xen., Plat., Plut.; οἶκος Soph.)
τὰ κάτω τῆς Ἀσίης ἀνάστατα ποιέειν Her. — разорить нижние области Азии
; 3) лишенный
ex. (χαρίτων ἀνάστατον συμπόσιον Plut.)
; 4) восставший, мятежный
ex. (πάντα ἀνάστατα γέγονεν Plat.)