Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ιλιγγος
ἴλιγγος
(ῑλ), тж. εἴλιγγος ὁ тж. pl.
; 1) головокружение
ex. (κεφαλῆς διατάσεις καὴ ἴλιγγοι Plat.; ἴ. ἀνισταμένοις μᾶλλον γίνεται ἢ καθίζουσιν Arst.; ἱορῶτος καὴ ἰλίγγου μεστός Plut.)
; 2) смятение, замешательство
ex. συγχύσει καὴ ἰλίγγῳ κατειλημμένος Luc. — приведенный в смущение и смятение