Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
γωνια
γωνία
ион. γωνίη ἡ
; 1) угол
ex. (τοῦ προνηΐου Her.; ἡ ἐκ γωνίας εἰς γωνίαν τείνουσα γραμμή Plat.)
κατ΄ ὀξείας γωνίας Arst. — под острым углом;
πρὸς ὁμοίας γωνίας Arst. — под равными углами;
κεφαλέ γωνίας NT. — краеугольный камень;
αἱ τέσσαραι γωνίαι τῆς γῆς NT. — четыре страны света;
ἐν γωνίᾳ NT. — в углу, т.е. келейно, тайком
; 2) углообразный выступ
ex. (τελευτῶντος τοῦ λαβυρίνθου Her.)
; 3) угольник
ex. (κανόνες καὴ γωνίαι Plat.; σφαῖραι καὴ γωνίαι Plut.)
; 4) угол мостового устоя (для разрезания волн)
ex. (τοῖς κίοσι πρὸ τῶν τὸ ῥεῦμα δεχομένων πλευρῶν γωνίας προκατασκευάζειν Diod.)