Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συζευγνυμι
συζεύγνυμι
συ-ζεύγνῡμι
(fut. συζεύξω; pass.: aor. 2 συνεζύγην с ῠ, pf. συνέζευγμαι)
; 1) вместе запрягать Xen.
ex. τέσσερας ἵππους σ. Her. — запрягать четверкой лошадей
; 2) сопрягать, соединять, сочетать, связывать
ex. (ὃ ὁ θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μέ χωριζέτω NT.; αἱ πεντήρεις συνεζευγμέναι πρὸς ἀλλήλας Polyb.)
ξυμφορᾷ συζευχθῆναι Eur. — быть обреченным на несчастье
; 3) сочетать браком
ex. (ἄλοχόν τινι Eur.; νέους καὴ νέας Arst.)
συζεῦξαί τινα πρός τινα Arst. — женить кого-л. на ком-л.