Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανεργαστος
ἀνέργαστος
ἀν-έργαστος
adj.=2 2
; 1) необработанный (sc. ὕλη Arst.; γῆ Luc.)
; 2) неотделанный, необработанный
ex. (λίθος Diod.)
; 3) плохо разработанный, недостаточно освещенный
ex. (τὸ κατὰ τὰς πυρσείας γένος Polyb.)