Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκλειω
ἐγκλείω
ἐγ-κλείω
ион. ἐγκληΐω, стяж. ἐγκλῄω затворять, запирать
ex. (τὰς πύλας Her.; θύρα ἐγκεκλῃμένη Plat.; ἐγκεκλεισμένος δόμοις Soph. и ἐν τῇ πόλει Diod.)
ἐγκεκλεισμένος εἰς τὸ σωματικόν Plut. — воплощенный (досл. заключенный в тело);
ἐ. στόμα (sc. τινί) Eur. — закрывать кому-л. рот:
γλῶσσαν ἐγκλεῖσαι Soph. — держать язык за зубами;
med. — запираться (εἰς τὸν νεὼν καταφεύγοντες καὴ ἐγκλεισάμενοι Xen.) и запирать у себя, держать взаперти (τινα Luc.)