Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπολεμεω
καταπολεμέω
κατα-πολεμέω
; 1) покорять военной силой, побеждать на войне, завоевывать
ex. (τέν Πελοπόννησον Thuc.; τοὺς ἐναντίους Arst.; τοὺς Ἀθηναίους Plut. - ср. 2; δόξαν ἡ πόλις ἔσχε μήποτ΄ ἂν καταπολεμηθῆναι Plat.)
; 2) вести войну, воевать
ex. τοὺς Ἀθηναίους κ. Thuc. — воевать против афинян (ср. 1);
ἄλλοις καταπολεμῶν ἐκράτησε Plut. — воюя с остальными (галлами, Цезарь) вышел победителем
; 3) истощать войной
ex. (τέν πόλιν Thuc.)