Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικαθημαι
ἐπικάθημαι
ἐπι-κάθημαι
; 1) сидеть (на чём-л.)
ex. (τινι Her., Arph. и ἐπί τινι Arph., Arst.)
; 2) (тж. ἐ. τοῖς ᾠοῖς Arst.) сидеть на яйцах, высиживать детенышей
ex. (τοῦτο ὀρνίθων γένος οὐκ ἐπικάθηται Arst.)
; 3) (тж. ἐ. ἐπὴ τῆς τραπέζης Dem.) сидеть у (своего) меняльного стола
ex. ὁ ἐπικαθήμενος Dem. — меняла
; 4) (рядом) расположиться (лагерем), тж. осаждать
ex. (ξυνεχῶς ἐπικαθήμενοι, sc. οἱ πολέμιοι Thuc.; τὸ πρὸς τοῖς Τιγρανοκέρτοις ἐπικαθήμενον στράτευμα Plut.)