Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαθερμαινω
διαθερμαίνω
δια-θερμαίνω
; 1) прогревать, согревать
ex. (ὑπὸ τοῦ πυρὸς διαθερμανθείς Arst.)
τὸ διαθερμῆναν Plat. — источник тепла
; 2) pass. согреваться, разгорячаться (sc. οἴνῳ Dem.)
ex. πίνων καὴ διαθερμαινόμενος Plut. — разгоряченный вином