Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υπερογκος
ὑπέρογκος
ὑπέρ-ογκος
adj.=2 2
; 1) чрезвычайно распухший
ex. (ἡ κνήμη Xen.)
; 2) страшно толстый
ex. (πιμελές καὴ ὑ. Luc.)
; 3) непомерно раздутый, разбухший
ex. (δύναμις Dem.)
; 4) огромный
ex. τὰ ὑπέρογκα τῶν βελῶν Arst. — громадные стрелы
; 5) чрезмерный
ex. (τιμαί Plut.)
; 6) надутый, надменный
ex. (φρόνημα Plut.)
; 7) напыщенный, высокопарный
ex. (λέξις Plut.; ὑπέρογκα φθέγγεσθαι NT.)