Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απορρεω
ἀπορρέω
ἀπο-ρρέω
(fut. ἀπορρυήσομαι, aor. 2 ἀπερρύην)
; 1) вытекать, стекать
ex. (ἐκ κρήνης Plat.; αἵματα ἀπορρυέντα Aesch.)
τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ ἀπορρέον Her. — вытекающий из плода сок
; 2) падать вниз, спадать ex. (τοῦ ἵππου Plut.); выпадать, опадать
ex. (τὰ πτερὰ Plat. или τὰ φύλλα ἀπορρεῖ Dem., Arst.; ἀπορρυῆναι τῆς κεφαλῆς Plut.; τρίχες ἀπορρυεῖσαι Arst.)
; 3) выходить, вырываться, валить
ex. (λιγνὺς ἀπὸ τῆς φλογὸς ἀπορρέουσα Arst.)
; 4) пропадать
ex. (ἀπορρεῖ μνῆστίς τινος Soph.)
; 5) уходить, удаляться
ex. (ἀπό τινος Polyb.; τῆς αὐλῆς Plut.)
ἀ. ἀλλήλων Plat. — расходиться, расставаться