Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατεπαγγελλομαι
κατεπαγγέλλομαι
κατ-επαγγέλλομαι
(pf. κατεπήγγελμαι)
; 1) давать обещание, обещать
ex. (τι τινι Dem. и τι πρός τινα Aeschin.; ποιεῖν τι Aeschin., Diod.)
; 2) посвящать
ex. (τέν πολιτείαν τινί Plut.)