Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
συμβιωσις
συμβίωσις
συμ-βίωσις
-εως
ἡ
; 1)
совместная жизнь
ex. (μετά τινος
Polyb.
,
Diod.
)
; 2)
тесное общение, близость
ex. (τινος
Polyb.
)