Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασκοπεω
κατασκοπέω
κατα-σκοπέω
тж. med. (fut. κατασκέψομαι, aor. κατεσκεψάμην)
; 1) внимательно или пристально глядеть, высматривать
ex. (ὅπῃ νοσοῖεν ξύμμαχοι Eur.)
; 2) med. осматривать
ex. (ἑαυτόν Xen.; τὰς πανοπλίας Polyb.)
; 3) злоумышлять
ex. (τέν ἐλευθερίαν τινός NT.)