Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καθιστανω
{*}καθιστάνω
καθ-ιστάνω
(только praes. и impf. καθίστανον)
; 1) ставить
ex. (τὰς εἰκόνας Diod.)
εἰς αἰτίαν τινά {. Lys. — привлекать кого-л. к судебной ответственности
; 2) ставить, назначать
ex. (εἰς τὰς ἀρχάς τινα Lys.)
; 3) устанавливать, учреждать
ex. (ὀλιγαρχίαν Lys.)