Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπτυσσω
διαπτύσσω
δια-πτύσσω
атт. διαπτύττω
; 1) рассекать, разрубать
ex. (τὸ κράνος Diod.)
; 2) разворачивать, развертывать
ex. (τὰ περὴ τοὺς νόμους γεγραμμένα διαπτυττόμενα Plat.)
; 3) раскрывать, обнаруживать
ex. (τὸ πρᾶγμα Eur.; τὸν ἔρωτα Plut.)
διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί Soph. — будучи разоблачены, (лжемудрецы) оказались бессодержательными
; 4) складывать, сворачивать
ex. (τὰ μαλάκια διαπτύττοντα τὰς πλεκτάνας Arst.)