Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταδυνω
καταδύνω...
καταδύω, κατα-δύνω
(в неперех. знач. тж. med. - aor. 2 κατέδυν, pf. καταδέδυκα)
; 1) погружать в воду, пускать ко дну, топить
ex. (τοὺς γαυλούς Her.; ναῦς Thuc.; τὸ σκάφος Luc.)
ἥλιον κ. λέσχῃ Anth. — топить солнце в своей беседе, т.е. проговорить до вечера
; 2) повергать
ex. (τινὰ τῷ ἄχει Xen.)
; 3) погружаться, (о небесных телах) садиться
ex. (ἠέλιος κατέδυ Hom.)
ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца
; 4) зарываться
ex. (εἰς τέν γῆν Arst.)
; 5) погружаться в воду, тонуть
ex. (ἡ νῆσος καταδέδυκε κατὰ θαλάσσης Her.; πλοῖα καταδυόμενα Plat.)
ἡ ναῦς κατεδύετο Her. — корабль стал тонуть
; 6) вторгаться, врываться
ex. καταδῦναι ὅμιλον Τρώων Hom. — ворваться в толпу троянцев;
μάχην καταδύμεναι Hom. — ринуться в бой
; 7) углубляться, забираться, проникать, входить
ex. (πόλιν, Διὸς δόμον, εἰς Ἀΐδαο δόμους, κατὰ ὠτειλάς Hom.; εἰς ὕλην Her.; εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat.; εἰς βάθος Plut.)
; 8) прятаться, укрываться, скрываться
ex. (εἰς ἄπορον τόπον, ἐν τῇ οἰκίᾳ Plat.; εἰς φάραγγας, ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen.)
; 9) надевать на себя
ex. (κλυτὰ τεύχεα Hom.)