Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προστατευω
προστατεύω
προ-στᾰτεύω
; 1) стоять во главе, руководить, управлять
ex. (εἴτε χοροῦ εἴτε στρατεύματος Xen.; τοῦ δήμου Arst.; π. τῶν πραγμάτων Polyb.)
; 2) заботиться, обеспечивать
ex. κελεύειν τινὰ προστατεῦσαι - v. l. προστατῆσαι - λαβόντα χρήματα Xen. — поручить кому-л. позаботиться о сборе средств