Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
λατρεια
λατρεία
ἡ
; 1) служба, труд
ex. (ἐπίπονον ἔχειν λατρείαν Soph.; πᾶν ἔργον καὴ πᾶσα λ. Plut.)
; 2) служение, почитание, культ
ex. (θεῶν Plat.; Φοιβεῖαι λατρεῖαι Eur.; λατρείαν προφέρειν τῷ θεῷ NT.)
; 3) житейский обязанности
ex. (οἱ ἀπολυθέντες τῆς ἐν τῷ βίῳ λατρείας Plut.)
; 4) слуга, раб Pind.