Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιπλασσω
ἐπιπλάσσω
ἐπι-πλάσσω
атт. ἐπιπλάττω (fut. ἐπιπλάσω)
; 1) намазывать, накладывать
ex. (γῆν σημαντρίδα Her.)
; 2) замазывать, затыкать, закрывать
ex. (τὰ ὦτα Arst.)
αἰσθήσεις ἐπιπεπλασμέναι Arst. — спутанное сознание