Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ακαλυπτος
ἀκάλυπτος
ἀ-κάλυπτος
adj.=2
2
(κᾰ)
неприкрытый, непокрытый
ex. (ἄγος
Soph.
; βράγχια
Arst.
: κεφαλή
Plut.
)
ἀ.
βίος
Men.
— бездомная жизнь