Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιμιγνυμι
ἐπιμίγνυμι
ἐπι-μίγνῡμι
; 1) примешивать
ex. (βλάβῃ μεγάλῃ ἡδονήν τινα Plat.)
ἐπιμῖξαί τισι χεῖρας Pind. — вступать с кем-л. в схватку
; 2) делать участником, приобщать
ex. (ἐπιμῖξαι λαὸν ἀγλαΐαισιν ἀστυνόμοις Pind.)
; 3) смешиваться, вступать в связь, вступать в общение, общаться
ex. (ἀλλήλοις и med. παρ΄ ἀλλήλους Thuc.; πρός τινας Xen.; ἀλλήλοις ἐπιμεμιγμένων τῶν γενῶν Plut.)
; 4) иметь сношения
ex. (γυνέ ἐπιμεμιγμένη ἀνδρί Dem.)
; 5) вмешиваться, принимать участие
ex. (ταῖς πράξεσι Plut.)