Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμμελης
ἐμμελής
ἐμ-μελής
adj.=2 2
; 1) стройный, слаженный, согласный
ex. (ἁρμονία Arst.; χορεία Plut.)
; 2) размеренный, мерный
ex. (κίνησις Luc.)
; 3) упорядоченный, благоустроенный
ex. (πολιτεία Plut.)
; 4) благопристойный
ex. (ὁμιλία Arst.)
; 5) миловидный, изящный
ex. (θεοαπαινίς Plat.)
; 6) солидный, серьезный, основательный
ex. (ἐ. καὴ νόμιμος ἄρχων Plut.)
; 7) надлежащий, приходный, подходящий
ex. (ἐπὴ τέν χρείαν ἐ. ὁ λόγος Plut.)
ἐ. ὁμιλῆσαι Plut. — тонкий в обращении
; 8) умеренный, скромный, воздержный
ex. (ἐμμελέστατος ἀνέρ καὴ σωφρονικώτατος Plut.)
; 9) умеренный, небольшой, скромный
ex. (οὐσία Plat.; πόλις τῷ μεγέθει ἑτέρων ἐμμελεστέρα Arst.)