Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διασφαλλω
διασφάλλω
δια-σφάλλω
; 1) опрокидывать, разрушать
ex. (τέν τέχνην Luc.)
; 2) сбивать с пути
ex. διασφαλῆναι τῆς πρός τινα συμμαχίας Aeschin. — лишиться союза с кем-л.:
διασφαλῆναι τῆς ἀληθείας Diod. — уклониться от истины, ошибиться