Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκποριζω
ἐκπορίζω
ἐκ-πορίζω
; 1) выдумывать, изобретать
ex. (καινέν μηχανήν Arph.)
; 2) добывать, доставлять, обеспечивать
ex. (πάντα Soph.; ὅπλα τινί Thuc.; μισθὸν τῇ στρατιᾷ Xen.; τροφάς τινι Plat.; ἀσφάλειαν Plut.; med. σωτηρίαν Thuc.; πλήρωσιν ταῖς ἡδοναῖς Plat.; γράμματα πρός τινα Polyb.)
ἐ. βίον Arph. — добывать себе средства к жизни
; 3) затевать, задумывать, замышлять
ex. (φόνον εἴς τινα Eur.)