Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσωθεν
πρόσωθεν...
πόρρωθεν, πρόσωθεν
эп. πρόσ(σ)οθεν adv.
; 1) издалека, издали
ex. (ἐλαύνειν ἵππους Hom.; π. ἐξήκουσα βοήν Aesch.; ἰδεῖν τι NT.; γράμματα σμικρὰ π. ἀναγνῶναι Plat.)
; 2) вдали, поодаль
ex. (ἔστησαν π. NT.)
; 3) с давних пор, издавна
ex. π. ἀνακομίζεσθαί τι Eur. — находить причины чего-л. в далеком прошлом;
π. τὸ καλὸν ὑμῖν ὑπάρχει Plat. — эта прекрасная вещь ведется у вас исстари