Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποκαθαιρω
ἀποκαθαίρω
ἀπο-κᾰθαίρω
; 1) очищать, вытирать
ex. (τέν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα Xen.; τράπεζας Arph.; ἀποκεκαθάρθαι τὰ ὄμματα Arst.)
; 2) тж. med. очищаться, освобождаться
ex. (τινος Xen. и τι Plat.)
ἀ. τὰς βαναύσους τέχνας εἰς χεῖράς τινος Plut. — сваливать черную работу на кого-л.;
ἀποκεκαθάρθαι τέν φωνέν ἐς τὸ ἀκριβέστατον Luc. — говорить, строжайше соблюдая чистоту языка