Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξις
ἕξις
-εως ἡ
; 1) владение, обладание
ex. (ἐπιστήμης κτῆσις καὴ ἕ. Plat.)
; 2) состояние, свойство
ex. (τοῦ σώματος Plat., Plut.; τῆς ψυχῆς Plat., Arst. и ἐν τῇ ψυχῇ Plat.)
; 3) филос. (в отличие от διάθεσις и πάθος) устойчивое состояние
ex. (διαφέρει ἕ. διαθέσεως τῷ πολυχρονιώτερον εἶναι Arst.)
; 4) навык(и), опыт(ность)
ex. (ἐν ἀστρολογίᾳ Polyb. и εἰς τέν ἀστρολογίαν Diod.; τῶν πληρωμάτων Polyb.)
; 5) предрасположение, способность
ex. (πονηρὰ ψυχῆς ἕ. Plat.; τὰ ἔργα σημεῖα τῆς ἕξεώς ἐστιν Arst.)